-
1 μητις
I.μ. ἀκουσάτω Hom. — чтобы кто-л. не услышал - см. тж. μή 3
II.1) мудрость, разум(Διὴ μῆτιν ἀτάλαντος Hom.)
μῆτιν ἀλώπηξ Pind. — хитрый как лиса2) замысел, план, намерение(μῆτιν ὑφαίνειν Hom.)
См. также в других словарях:
πάμπρωτος — πάμπρωτος, ώτη, ον (Α) 1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα πρωτίστως, πρώτα πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρῶτος] … Dictionary of Greek